Απεχθής

απεχθής < αρχαία ελληνική ἀπεχθής < από + ἐχθέω (μισώ) Σημασιολογία: που μας προκαλεί αισθήματα αντιπάθειας και απέχθειας  

Απογοήτευση

απογοήτευση < απογοητεύω απογοητεύω < από + γοητεύω (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική désenchanter) Σημασιολογία: δυσάρεστο συναίσθημα ματαίωσης λόγω μη ικανοποίησης ή μη πραγματοποίησης επιθυμητού γεγονότος ένιωσα απογοήτευση, όταν αποφάσισες να φύγεις  

Απογύμνωση

απογύμνωση < ελληνιστική κοινή ἀπογύμνωσις Σημασιολογία: η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του απογυμνώνω

Αποκύημα

αποκύημα < μεσαιωνική ελληνική ἀποκύημα< ἀποκυέω (γεννώ) < ἀπό (ξε-)+ κυέω (φουσκώνω) κυέω < (ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) ) *(s)qut-, *(s)qeu- (=καλύπτω, κρύβω). Συγγενές με το (σανσκριτικά) skunati (=κρύβω) και το (λατινικά) cutis (=δέρμα) Σημασιολογία του αποκύημα: γέννημα, δημιούργημα Σημασιολογία του κυέω: κυοφορώ, εγκυμονώ, είμαι έγκυος ἣ δ᾽ ἐκύει φίλον υἱόν (Όμηρος, Ιλιάδα, 19, 117) καθίσταμαι έγκυος, συλλαμβάνω, κυοφορούμαι

Αποτοξίνωση

Ετυμολογία της λέξης αποτοξίνωση αποτοξίνωση < αποτοξινώνω + -ση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική detoxification) Ετυμολογία της λέξης τοξίνη τοξίνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική toxine < toxique < λατινική toxicum < αρχαία ελληνική τοξικόν, ουδέτερο του τοξικός < τόξον (Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον οργανικό χημικό Λούντβιχ Μπρίγκε: 1849–1919) Σημασιολογία της λέξης αποτοξίνωση […]

Απρίλιος

Ετυμολογία της λέξης Απρίλιος Απρίλιος < ελληνιστική κοινή Ἀπρίλιος < *Ἀπρίλης < λατινική Aprilis + -ιος[1] < ετρουσκικά Apru < αρχαία ελληνικά Ἀφρώ < Ἀφροδίτη (αντιδάνειο) (Έχει επίσης προταθεί: < λατινικά aperio (ανοίγω), ίσως γιατί τότε ανοίγουν τα λουλούδια). Η λέξη Απρίλιος ετυμολογείται από το λατινικό Aprillis, από το ρήμα aperire, που σημαίνει «ανοίγω». Είναι […]

Άρνηση

Ετυμολογία της λέξης άρνηση άρνηση < αρνούμαι αρνούμαι < αρχαία ελληνική ἀρνέομαι, -οῦμαι Σημασιολογία της λέξης άρνηση Σημαίνει την απόρριψη, τη μη αποδοχή. Επίσης στην μαθηματική λογική, είναι ο μοναδιαίος τελεστής που μεταβάλει την αληθοτιμή μιάς λογικής πρότασης από ‘Αληθής’ σε ‘Ψευδής’ ή από ‘Ψευδής’ σε ‘Αληθής’.  

Ατέρμονος

ατέρμονος < αρχαία ελληνική ἀτέρμων < ἀ- + τέρμα τέρμα < αρχαία ελληνική τέρμα, το τέλος μιας διαδρομής

ατόπημα

ατόπημα < ἄτοπος < στερητικό α- + τόπος άτοπος < αρχαία ελληνική ἄτοπος Σημασιολογία: η ακατάλληλη για τις περιστάσεις και συνθήκες ενέργεια υπέπεσε σε σοβαρά ατοπήματα σχετικά με την υπόθεση