λαγνεία

Ετυμολογία: λαγνεία < αρχαία ελληνική λαγνεία < λαγνεύω Ἡ λέξη προέρχεται ἀπὸ τὸ ἐπίθετο «λάγνος» λαγνεία < λάγνος < λαγαίω (=ἀφήνω, χαλαρώνω) Σημασιολογία: κατάσταση στην οποία ο άνθρωπος δεν ελέγχει τις σεξουαλικές του επιθυμίες «Λαγνεία» εἶναι ἡ φιληδονία, ἡ συνεχὴς και ἔντονη ἐπιθυμία γιὰ σεξουαλικὴ ἐπαφή. Βάσει αὐτοῦ ἡ πρώτη ἔννοια μᾶλλον σήμαινε αὐτὸν ποὺ […]

Λεξικό

λεξικό < ελληνιστική κοινή λεξικόν (εννοείται βιβλίον), ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου: λεξικός < αρχαία ελληνική λέξις < λέγω (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική dictionnaire) λέξις < αρχαία ελληνική λέξις λεξικόν < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου λεξικός < λέξις < λέγω λεξικός < ελληνιστική κοινή λεξικός (που έχει σχέση με λέξεις, ανήκει σ’ αυτές ή αναφέρεται σ’ αυτές) λέω < αρχαία ελληνική λέγω Σημασιολογία του λέγω: διατυπώνω προφορικά ή και γραπτά μία λέξη ή φράση ο διευθυντής μου είπε ότι πρέπει να τελειώνουμε με τη δουλειά που μας ανέθεσε προτείνω λέω να […]

Λήμμα

λήμμα < ελληνιστική κοινή λῆμμα < αρχαία ελληνική λῆμμα λῆμμα < λαμβάνω (θέμα: ληβ-) + -μα λαμβάνω < αρχαία ελληνική λαμβάνω λαμβάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sleh₂gʷ– Σημασιολογία: καταχώρηση, άρθρο που υπάρχει αλφαβητικά καταχωρισμένο σε ένα λεξικό ή εγκυκλοπαίδεια Το Βικιλεξικό έχει πάνω από 80.000 λήμματα στην ελληνική γλώσσα. (λογική) πρόταση που θεωρείται αληθής και χρησιμοποιείται σε ένα συλλογισμό για να αποδειχθεί η αλήθεια ενός συμπεράσματος

λιποψυχώ

λιποψυχώ < αρχαία ελληνική λιποψυχέω / λιποψυχῶ < λείπω + ψυχή λείπω < αρχαία ελληνική , αμετάβατο  

λυσιτελής

λυσιτελής < αρχαία ελληνική λυσιτελής < λύω (βλέπε σημ. #7) + τέλος λύω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *lewH- τέλος < αρχαία ελληνική τέλος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel– (κινώ, στρίβω) Σημασιολογία: χρήσιμος, ωφέλιμος

Λύτρα

Σημασιολογία της λέξης λύτρα χρηματικό ποσό που πρέπει να καταβληθεί για την απελευθέρωση ενός ατόμου που κρατείται όμηρος Λυτρώνω σημαίνειλύω, ελευθερώνω κάποιον, αφού πάρω λύτρα (λεφτά) σαν αντάλλαγμα Ετυμολογία της λέξης λύτρα λύτρα < αρχαία ελληνική λύτρα < λύω λύω < αρχαία ελληνική λύω λύω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *lewH- λυτρώνω < μεσαιωνική ελληνική λυτρώνω < αρχαία […]