Αβγό

αβγό < μεσαιωνική ελληνική αβγό(ν) / αυγό(ν) < αρχαία ελληνική ᾠόν < ᾠϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < ινδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί) (από τη συνεκφορά: τὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί) ᾠόν < ᾠFόν < πρωτοελληνική *ōyyón < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί) Σημασιολογία: το γονιμοποιημένο ωάριο, το γέννημα θηλυκών ζώων (πτηνών, ερπετών και ψαριών), που έχει σφαιρικό σχήμα και αποτελείται από το κέλυφος (αλλιώς τσόφλι), τις υποκελύφιες μεμβράνες, το λεύκωμα (αλλιώς, ασπράδι) και τη λέκιθο (αλλιώς κρόκο) το γέννημα κυρίως της κότας (γαστρονομία) το περιεχόμενο του αβγού ως τροφή αβγά μάτια : αβγά τηγανητά που δεν έχουν χτυπηθεί, ώστε το ασπράδι και ο […]

αβυσσαλέος

αβυσσαλέος < άβυσσος άβυσσος αρχαία ελληνική ἄβυσσος < ἄβυσσος (επίθετο) < α- (στερητικό) + βυσσός (βυθός) βυσσός < ποιητικός τύπος του βυθός

Αγάπη

αγάπη < ελληνιστική κοινή ἀγάπη < αρχαία ελληνική ἀγαπῶ ἀγαπάω < ή από το ἀγάπη ή αντιστρόφως η ἀγάπη από το ἀγαπάω < ρίζα ἀγα- (πιθανόν συγγενής με το ἄγαν) + ρίζα πα- ἄγαν < ἄγη και δωρικός τύπος ἄγα (θαυμασμός) ἄγη < ἄγαμαι ἄγαμαι (αποθετικό) θαυμάζω, εκτιμώ ὡς σέ, γύναι, ἄγαμαι Οδύσσεια 6.168 θαυμάζω, απορώ μνηστῆρες δε ὑπερφιάλως ἀγάσαντο (απόρησαν τρομερά, έμειναν εμβρόντητοι οι μνηστήρες στη θέα του Οδυσσέα) Ὀδυσῆος ἀγασσάμεθ᾽’ εἶδος ἰδόντες Ιλιάδα 3.224. οργίζομαι, φθονώ ἀγασσάμενοι κακὰ ἔργα (εξοργισμένοι με τις κακές […]

Αγαπώ – Φιλώ – Έραμαι

Είναι πράγματι περίεργο πώς τρεις από τις πιο συχνές και καίριες λέξεις τής Ελληνικής σε μεγάλη χρήση από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, οι λέξεις αγαπώ/αγάπη, φιλώ/φίλος και έρωτας, παραμένουν άγνωστες ως προς την ετυμολογική τους προέλευση. Το ρήμα ἀγαπῶ (από το οποίο παρήχθη το ουσιαστικό ἀγάπη, μόλις τον 3ο αιώνα π.Χ.), μολονότι απαντά ήδη στον Όμηρο (Οδ. Ψ 214 «οὕνεκά σ’ […]

Αέναος

αέναος < αρχαία ελληνική ἀέναος < ἀεί + νάω (ρέω) Σημασιολογία: που δεν παύει ποτέ να ρέει, να τρέχει (γενικότερα) που δεν σταματά, ασταμάτητος, αδιάκοπος

Αίμα

αίμα < αρχαία ελληνική αἷμα αἷμα: αβέβαιης ετυμολόγησης· ίσως < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sai– (παχύρρευστο υγρό), ίσως συγγενές του αἰονάω (μουσκεύω)· ίσως < ΒΔ σημιτικό ḤYM [Keyser (2016) A Semitic Etymology for Greek αἷμα, doi: 10.2143/SE.58.0.3170093] Σημασιολογία: αίμα ουδέτερο (ανατομία): το υγρό με κόκκινο χρώμα που κυκλοφορεί μέσα στο σώμα του ανθρώπου κι άλλων ζώων (στα […]

Αίσθημα

αίσθημα < αρχαία ελληνική αἴσθημα < αἰσθάνομαι αισθάνομαι < αρχαία ελληνική αἰσθάνομαι αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) Σημασιολογία του αίσθημα: αίσθημα ουδέτερο το αποτέλεσμα της επενέργειας των εξωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό διά των αισθήσεων το αίσθημα του ψύχους το αποτέλεσμα της επενέργειας εσωτερικών ερεθισμάτων στον οργανισμό το αίσθημα της πείνας, της […]

ακηδής

Ετυμολογία της λέξης ακηδής ακηδής < αρχαία ελληνική ἀκηδής < ἀ- + κῆδος άπό το κῆδος= φροντίζω· απαντάται και στην ενεργ. κήδω μόνο στον ποιητικό λόγο. κηδεία = φροντίδα κηδεμόνας = ο φροντιστής Σημασιολογία της λέξης ακηδής αμέριμνος, ξέγνοιαστος αμελής, αδιάφορος οκνός

Ακραιφνής

ακραιφνής < αρχαία ελληνική ἀκραιφνής < ακεραιοφανής < ακέραιος + φαίνομαι Σημασιολογία: ανόθευτος, καθαρός (για πρόσωπα) γνήσιος

ακροθιγώς

ακροθιγώς < ακροθιγής ακροθιγής < ακρο + -θιγής (< θέμα θιγ- του θιγγάνω) θιγγάνω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰeyǵʰ– (ζυμώνω, δίνω μορφή, αγγίζω) αγγίζω < εγγίζω < εγγύς