αβγό < μεσαιωνική ελληνική αβγό(ν) / αυγό(ν) < αρχαία ελληνική ᾠόν < ᾠϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < ινδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm (αβγό) < *h₂éwis (πουλί)
ᾠόν < ᾠFόν < πρωτοελληνική *ōyyón < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ōwyóm (αβγό) < *h₂éwis (πουλί)
Σημασιολογία:
- το γονιμοποιημένο ωάριο, το γέννημα θηλυκών ζώων (πτηνών, ερπετών και ψαριών), που έχει σφαιρικό σχήμα και αποτελείται από το κέλυφος (αλλιώς τσόφλι), τις υποκελύφιες μεμβράνες, το λεύκωμα (αλλιώς, ασπράδι) και τη λέκιθο (αλλιώς κρόκο)
- το γέννημα κυρίως της κότας
- (γαστρονομία) το περιεχόμενο του αβγού ως τροφή
- αβγά μάτια : αβγά τηγανητά που δεν έχουν χτυπηθεί, ώστε το ασπράδι και ο κρόκος στη μέση να μοιάζουν με μάτι
- αβγό μελάτο : αβγό βρασμένο λίγο, ώστε ο κρόκος να είναι παχύρευστος
- (γαστρονομία) το περιεχόμενο του αβγού ως τροφή