Αβγό

αβγό < μεσαιωνική ελληνική αβγό(ν) / αυγό(ν) < αρχαία ελληνική ᾠόν < ϝόν < πρωτοελληνική *ōyyón < ινδοευρωπαϊκή *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί)

(από τη συνεκφοράτὰ ᾠά > ταωά > ταουγά > ταβγά > τ’ αβγά > αβγό· πβ. αφτί)

ᾠόν < ᾠFόν < πρωτοελληνική *ōyyón < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ōwyóm ‎(αβγό) < *h₂éwis ‎(πουλί)

Σημασιολογία:

  1. το γονιμοποιημένο ωάριο, το γέννημα θηλυκών ζώων (πτηνώνερπετών και ψαριών), που έχει σφαιρικό σχήμα και αποτελείται από το κέλυφος (αλλιώς τσόφλι), τις υποκελύφιες μεμβράνες, το λεύκωμα (αλλιώς, ασπράδι) και τη λέκιθο (αλλιώς κρόκο)
  2. το γέννημα κυρίως της κότας
    • (γαστρονομία) το περιεχόμενο του αβγού ως τροφή
      • αβγά μάτια : αβγά τηγανητά που δεν έχουν χτυπηθεί, ώστε το ασπράδι και ο κρόκος στη μέση να μοιάζουν με μάτι
      • αβγό μελάτο : αβγό βρασμένο λίγο, ώστε ο κρόκος να είναι παχύρευστος

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr