γενναίος

γενναίος < αρχαία ελληνική γενναῖος < γέν-ος ή γέννα γένος < αρχαία ελληνική γένος γένος < από θέμα του γίγνομαι γίγνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵenh₁-. Συγγενές με το (λατινικά) gigno

Γέννηση

γέννηση < μεσαιωνική ελληνική γέννηση < αρχαία ελληνική γέννησις γέννησις < γεννάω ασυναίρετος τύπος του γεννώ γεννώ < αρχαία ελληνική γεννάω/γεννῶ γεννάω < ενεργητική μορφή του γίγνομαι ίσως με αρχικό τύπο γεγενάω ή γέννα και -ω (οι περισσότεροι πάντως θεωρούν ότι η γέννα είναι παράγωγο του γεννάω) γέννα < αρχαία ελληνική γέννα Σημασιολογία του γεννώ: […]

Γεωμετρία

Σημασιολογία της λέξης γεωμετρία Γεωμετρία είναι ο κλάδος των μαθηματικών που ασχολείται με χωρικές σχέσεις, δηλαδή με τη σύνθεση του χώρου που ζούμε. Εμπειρικά, αλλά και διαισθητικά, οι άνθρωποι χαρακτηρίζουν τον χώρο μέσω συγκεκριμένων θεμελιωδών ιδιοτήτων, που ονομάζονται αξιώματα. Τα αξιώματα δε μπορούν να αποδειχτούν, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν σε συνδυασμό με μαθηματικούς ορισμούς για […]

Γλώσσα

γλώσσα< αρχαία ελληνική γλῶσσα (αττικός τύπος) γλῶττα (ιωνικός τύπος) γλάσσα Σημασιολογία: ευκίνητο και μυώδες όργανο του στόματος, που αποτελεί το αισθητήριο όργανο της γεύσης. Χρησιμοποιείται, επίσης, στο μάσημα και την κατάποση της τροφής, αλλά και στην ανθρώπινη ομιλία, κατά την άρθρωση των φθόγγων (μεταφορικά) μέρος διάφορων αντικειμένων, που μοιάζει (στο σχήμα) με τη γλώσσα, το γλωσσίδι το σύστημα σημείων, συμβόλων, κινήσεων και ήχων που χρησιμοποιείται για την επικοινωνία μάθημα το οποίο διδάσκεται στα σχολεία με σκοπό την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας την πρώτη […]

Γνωρίζω

γνωρίζω < αρχαία ελληνική γνωρίζω γνωρίζω θέμα γνωρ ( < από ρίζα του γιγνώσκω ) + -ίζω γιγνώσκω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵneh₃- (γνωρίζω) (θέμα γνω με ενεστωτικό αναδιπλασιασμό και πρόσφυμα σκ· με μετάπτωση, το ασθενές θέμα γνο) Σημασιολογία: ξέρω μήπως γνωρίζεις ένα σύντομο τρόπο για να φτάσω στο αεροδρόμιο; συστήνω, παρουσιάζω έναν άνθρωπο σε κάποιον άλλο για πρώτη φορά να σας γνωρίσω τη φίλη μου συναντώ κάποιον για πρώτη φορά γνώρισα τη φίλη του αναγνωρίζω […]

Γονυπετής

γονυπετής < αρχαία ελληνική γονυπετής < γόνυ + πεσεῖν (απαρέμφατο του πίπτω) γόνυ < αρχαία ελληνική γόνυ γόνυ < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵónu. Συγγενές με τα (σανσκριτικά) जानु (jānu), (λατινικά) genu, (παλαιοαρμενικά) ծունկ (cunk), (γοτθικά) 𐌺𐌽𐌹𐌿 (kniu), (αγγλοσαξονικά) cnēo (αγγλικά knee) Σημασιολογία: γονατιστός, συνήθως σε ένδειξη σεβασμού ή σε αναζήτηση ελέους, ικετευτικός, ταπεινωμένος