Ηδονή

ηδονή < αρχαία ελληνική ἡδονή ηδύς < αρχαία ελληνική ἡδύς ἡδύς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sweh₂dús (ηδύς) < *sweh₂d- (ηδύς) Λόγια έκφραση του γλυκός Σημασιολογία: η ευχαρίστηση που αισθανόμαστε, όταν ικανοποιούνται οι φυσικές-βιολογικές επιθυμίες, ανάγκες ή ορμές μας (ειδικότερα) η έντονη σωματική ευχαρίστηση που αισθανόμαστε κατά τη διάρκεια της ικανοποίησης της γενετήσιας ορμής μας

Ηδονικός

ηδονικός < αρχαία ελληνική ἡδονικός βλέπε ηδονή Σημασιολογία: που προσφέρει ηδονή

ήθος

ήθος < αρχαία ελληνική ἦθος < ἔθος < ἔθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω) Σημασιολογία: η προσωπική ηθική ιδιοσυγκρασία δεν επιτρέπω σε κανέναν να αμφισβητεί το ήθος και την ακεραιότητά μου ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά ενός ατόμου πώς χαρακτηρίζεται το ήθος του ήρωα στην πρώτη σκηνή της τραγωδίας; (στον πληθυντικό) οι κοινωνικές μορφές συμπεριφοράς τα χρηστά ήθη, τα πολιτικά ήθη (στον πληθυντικό) οι […]

ήλιος

Ήλιος

Ετυμολογία της λέξης ήλιος ἥλιος < πρωτοελληνική *hāwélios < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sāwélios < *sóh₂wl̥ (ήλιος) (συγγενές των ἀλέα: θερμότητα, εἵλη: ζεστασιά ήλιου, ἑλάνη: λαμπάδα) Εναλλακτικές μορφές της λέξης ήλιος δωρικός τύπος, αιολικός τύπος και αρκαδοκυπριακός τύπος: ἀέλιος κρητικός τύπος: ἀβέλιος επικός τύπος: ἠέλιος λυρικός, δωρικός τύπος: ἅλιος Σημασιολογία της λέξης ήλιος ο ήλιος Ἆρ’ οὖν οὐ καὶ ὁ ἥλιος ὄψις μὲν οὐκ ἔστιν, αἴτιος δ’ ὢν αὐτῆς ὁρᾶται ὑπ’ αὐτῆς ταύτης; (Πλάτων, Πολιτεία) οἱ ὑπὸ τοῦτον τὸν ἥλιον ἄνθρωποι (Δημοσθένης) Ἑλλάνων δόξης δεύτερον Ἀέλιον ο θεός Ήλιος, γιος του Υπερίονα […]

Ήπειρος

Ετυμολογία της λέξης Ήπειρος ήπειρος < αρχαία ελληνική ἤπειρος Η λέξη Ήπειρος ετυμολογικώς προέρχεται από τη δωρική έκφραση “ΑΠΕΙΡΟΣ ΧΩΡΑ”. Η λέξη ΑΠΕΙΡΩΤΑΝ που αναγράφεται στα αρχαία νομίσματα είναι η δωρική γενική των Ηπειρωτών. Σημασιολογία της λέξης Ήπειρος Η Ήπειρος ήταν αρχαίο ελληνικό βασίλειο στο βορειοδυτικό σύνορο της Αρχαίας Ελλάδας. Η Ήπειρος κατά την Αρχαιότητα […]