ταλανίζω

ταλανίζω < ελληνιστική κοινή ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *telh₂- τάλας, τάλαινα, τάλαν (καθαρεύουσα) ταλαίπωρος, άθλιος, κακομοίρης

Ταύτιση

ταύτιση < καθαρεύουσα ταύτισις < ταυτίζω + -σις/-ση ταυτίζω < αρχαία ελληνική ταὐτότης Σημασιολογία: η ενέργεια με την οποία κάποιος ταυτίζει κάποιον/κάτι με κάποιον/κάτι άλλο· το να είναι ή να θεωρείται ή να αναγνωρίζεται κάτι ως ίδιο με κάτι άλλο οι δύο πλευρές διαπίστωσαν την ταύτιση των επιδιώξεών τους Η ταύτιση του κάλλους µε το αγαθό στην Ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισµικός κώδικας (τίτλος άρθρου του Ερατοσθένη Καψωμένου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) το να ταυτίζεται συναισθηματικά κάποιος […]

Τέχνη

Ετυμολογία της λέξης τέχνη τέχνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέχνη (για τέχνη επαγγέλματος) τέχνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs-neh₂ < *teḱs– (ξυλουργώ). Συγγενές με τα τίκτω, τέκτων κ.ά. για τις καλές τέχνες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική art Σημασιολογία της λέξης τέχνη Με τον όρο Τέχνες εννοείται η ψυχική δραστηριότητα ή […]

τροχοπέδη

τροχοπέδη < τροχός + πέδη τροχός < αρχαία ελληνική τροχός < τρέχω τρέχω < αρχαία ελληνική τρέχω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰregʰ- πέδη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pṓds (από την ίδια ρίζα με τα πέζα και πούς (γενική: ποδ-ός) πούς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *pṓds < *ped– (περπατώ, βαδίζω). Συγγενές με τα (λατινικά) pes, (αγγλοσαξονικά) fot και (αγγλικά) foot

τρυφερός

τρυφερός < αρχαία ελληνική τρυφερός Σημασιολογία: ευγενικός και ευαίσθητος, λεπτός, γλυκός

Τύψη

τύψη < ελληνιστική κοινή τύψις < τύπτω τύπτω < αρχαία ελληνική τύπτω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *(s)teu-p- (χτυπώ) χτυπώ < μεσαιωνική ελληνική χτυπώ < αρχαία ελληνική κτυπέω / κτυπῶ < κτύπος Σημασιολογία: η έντονη ψυχική κατάσταση που νιώθει όποιος αντιλαμβάνεται την ενοχή του για κάτι και κατηγορεί τον εαυτό του  

τώρα

Ετυμολογία της λέξης τώρα τώρα < ελληνιστική κοινή τώρα < αρχαία ελληνική τῇ ὥρᾳ (ταύτῃ) < ὤρα ὤρα < ίσως από οὖρος (φύλακας) χωρίς να αποκλείεται και το ὁράω οὖρος: < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wer– (αντιλαμβάνομαι) (συγγενές του ὁράω / ὁρῶ) ή ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sorwos ‎(φύλακας) οὖρος: < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₃er– (κινώ, αναδεύω) (συγγενές των ὄρνυμι, […]