ταλανίζω

ταλανίζω < ελληνιστική κοινή ταλανίζω < αρχαία ελληνική τάλας < τλάω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *telh₂- τάλας, τάλαινα, τάλαν (καθαρεύουσα) ταλαίπωρος, άθλιος, κακομοίρης

Ταύτιση

ταύτιση < καθαρεύουσα ταύτισις < ταυτίζω + -σις/-ση ταυτίζω < αρχαία ελληνική ταὐτότης Σημασιολογία: η ενέργεια με την οποία κάποιος ταυτίζει κάποιον/κάτι με κάποιον/κάτι άλλο· το να είναι ή να θεωρείται ή να αναγνωρίζεται κάτι ως ίδιο με κάτι άλλο οι δύο πλευρές διαπίστωσαν την ταύτιση των επιδιώξεών τους Η ταύτιση του κάλλους µε το αγαθό στην Ελληνική λογοτεχνία. Ένας πολιτισµικός κώδικας (τίτλος άρθρου του Ερατοσθένη Καψωμένου, καθηγητή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων) το να ταυτίζεται συναισθηματικά κάποιος […]