Τέχνη

Ετυμολογία της λέξης τέχνη τέχνη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τέχνη (για τέχνη επαγγέλματος) τέχνη < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *teḱs-neh₂ < *teḱs– (ξυλουργώ). Συγγενές με τα τίκτω, τέκτων κ.ά. για τις καλές τέχνες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τέχνης, σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική art Σημασιολογία της λέξης τέχνη Με τον όρο Τέχνες εννοείται η ψυχική δραστηριότητα ή […]