ωραίος

Ετυμολογία: ὡραῖος < ὥρα ὥρα < ινδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr– / *yeh₁r– (έτος, εποχή)   Σημασιολογία: ὡραῖος, -α, -ον (παραθετικά, μεταξύ άλλων και το ανώμαλο ὡραιέστατος) που παράγεται την κατάλληλη εποχή (π.χ. για καρπούς) που είναι ώριμος και κατάλληλος για κατανάλωση (φρούτα αλλά και ζώα και ψάρια) που συμβαίνει τον αναμενόμενο χρόνο, τον κατάλληλο χρόνο, όταν είναι ώριμος, έτοιμος (για κάτι) γάμου ὡραῖαι – θάνατος ὡραῖος (στην ώρα του, για ηλικιωμένο) […]