Οδύνη

οδύνη < αρχαία ελληνική ὀδύνη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁(e)dun-eh₂ (πόνος) πόνος < αρχαία ελληνική πόνος πόνος < πένομαι πένομαι < αρχαία ελληνική πένομαι Σημασιολογία: ψυχικός πόνος μεγάλης έντασης  

Οιστρηλατώ

Έχει μπει ο καινούργιος χρόνος και είμαστε όλο γεμάτοι νέες ιδέες, νέες προσδοκίες. Έχουμε, επίσης, την έντονη επιθυμία να κάνουμε διαφορετικά πράγματα, αλλιώτικα από άλλες εποχές. Μας έχει πιάσει ο οίστρος, όπως λέμε. Κι όταν ο οίστρος μας κατακλύζει, τότε προσπαθούμε να τον μεταδώσουμε και στους άλλους, να τους εμπνεύσουμε. Στην περίπτωση αυτή  οιστρηλατούμε, καθοδηγούμε […]

οίστρος

οίστρος < αρχαία ελληνική οἶστρος Σημασιολογία: αλογόμυγα, έντομο που προσβάλλει ζώα, πχ τα βοοειδή (ίσως Tabanus bovinus) δήγμα, τσίμπημα, οτιδήποτε οδηγεί σε μανία, παραφροσύνη έντονη επιθυμία, παράλογο πάθος Η κυκλική περίοδος της σεξουαλικής δραστηριότητας των μη ανθρώπινων θήλεων θηλαστικών, που χαρακτηρίζεται από συμφόρηση και έκκριση του βλεννογόνου της μήτρας, πολλαπλασιασμό του κολπικού επιθηλίου, διόγκωση του […]

Οκνηρία

οκνηρία < ελληνιστική κοινή ὀκνηρία < ὀκνηρός οκνηρός < αρχαία ελληνική ὀκνηρός < ὄκνος (φόβος, δισταγμός)

Ολοκλήρωση

ολοκλήρωση < ολοκληρώνω ολοκληρώνω < αρχαία ελληνική ὁλοκληρώνω < ὁλόκληρος ὁλόκληρος < ὅλος + κλῆρος Σημασιολογία του ολόκληρος: πλήρης, ακέραιος, τέλειος Σημασιολογία του ολοκλήρωση: (μαθηματικά) ο υπολογισμός του ολοκληρώματος, η διαδικασία υπολογισμού του (μεταφορικά) η εκσπερμάτιση  

Όνειρο

όνειρο < αρχαία ελληνική ὄνειρος ὄνειρος < ὄναρ + -ος Ὄνειρος: ο θεός των ονείρων Σημασιολογία: διαδοχή παραστάσεων, συναισθημάτων και αισθημάτων που εμφανίζονται στο νου κατά τη διάρκεια του ύπνου μία σημαντική για κάποιον επιδίωξη το όνειρό μου είναι να κάνω κάποτε το γύρο του κόσμου στόχος απραγματοποίητος. άπιαστος, δημιούργημα της φαντασίας, πλάνη σταμάτα τα όνειρα και κοίτα να προσγειωθείς στην πραγματικότητα χαρακτηρισμός για κάτι πολύ ωραίο το ταξίδι στη Βενετία ήταν όνειρο

ονειροπόλος

ονειροπόλος < αρχαία ελληνική ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική rêvasseur) ὄνειρος < ὄναρ + -ος πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel- (κινώ, γυρίζω) πέλω < αρχαία ελληνική ρίζ. πελ-

Ονείρωξη

ονείρωξη < αρχαία ελληνική ὀνείρωξις < αρχαία ελληνική ὄνειρον ὀνείρωξις < ὄνειρον Σημασιολογία: η εκσπερμάτιση κατά τον ύπνο (ή η αύξηση των κολπικών εκκρίσεων για τις γυναίκες) που συχνά συνοδεύει ερωτικά όνειρα (μεταφορικά) επιδιώξεις και όνειρα που δεν είναι ρεαλιστικά

Όνομα

όνομα < αρχαία ελληνική ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥ ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥· συγγενές με το (λατινικά) nomen, το (σανσκριτικά) नामन् (nā́man), το (τοχαρικά Α) ñom, το (χεττιτική γλώσσα) 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), το (αγγλοσαξονικά) nama (αγγλικά: name) ὄνομα ουδέτερο (αιολικός τύπος: ὄνυμα) αιολικός τύπος: ὄνυμα δωρικός τύπος: ὄνυμα ιωνικός τύπος: οὔνομα επικός τύπος: οὔνομα Σημασιολογία: η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος ή ένας τόπος ή το επώνυμο (για ανθρώπους) το “μικρό” […]

Οργασμός

οργασμός < αρχαία ελληνική ὀργασμός < ὀργάω-ῶ ὀργάω < ὀργή ὀργή, ἡ (ὀρέγω), η φυσική προς τι ορμή, η προς τι ώθησις των αισθήσεων(βλ. ὀργάω) Σημασιολογία του οργασμός: (ιατρική) το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης φτάνω σε οργασμό (μεταφορικά) έντονη δραστηριότητα σε κάποιον τομέα Σημασιολογία του οργάω: για χωράφι που είναι καλοποτισμένο και έτοιμο για την καλλιέργεια σιτηρών για δένδρα που είναι έτοιμα να ανθίσουν για καρπούς που είναι […]