Όνειρο

όνειρο < αρχαία ελληνική ὄνειρος ὄνειρος < ὄναρ + -ος Ὄνειρος: ο θεός των ονείρων Σημασιολογία: διαδοχή παραστάσεων, συναισθημάτων και αισθημάτων που εμφανίζονται στο νου κατά τη διάρκεια του ύπνου μία σημαντική για κάποιον επιδίωξη το όνειρό μου είναι να κάνω κάποτε το γύρο του κόσμου στόχος απραγματοποίητος. άπιαστος, δημιούργημα της φαντασίας, πλάνη σταμάτα τα όνειρα και κοίτα να προσγειωθείς στην πραγματικότητα χαρακτηρισμός για κάτι πολύ ωραίο το ταξίδι στη Βενετία ήταν όνειρο

ονειροπόλος

ονειροπόλος < αρχαία ελληνική ὀνειροπόλος < ὄνειρος / ὄνειρον + πόλος / πέλω (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική rêvasseur) ὄνειρος < ὄναρ + -ος πόλος < αρχαία ελληνική πόλος < πέλω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *kʷel- (κινώ, γυρίζω) πέλω < αρχαία ελληνική ρίζ. πελ-

Ονείρωξη

ονείρωξη < αρχαία ελληνική ὀνείρωξις < αρχαία ελληνική ὄνειρον ὀνείρωξις < ὄνειρον Σημασιολογία: η εκσπερμάτιση κατά τον ύπνο (ή η αύξηση των κολπικών εκκρίσεων για τις γυναίκες) που συχνά συνοδεύει ερωτικά όνειρα (μεταφορικά) επιδιώξεις και όνειρα που δεν είναι ρεαλιστικά

Όνομα

όνομα < αρχαία ελληνική ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥ ὄνομα < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁nḗh₃mn̥· συγγενές με το (λατινικά) nomen, το (σανσκριτικά) नामन् (nā́man), το (τοχαρικά Α) ñom, το (χεττιτική γλώσσα) 𒆷𒀀𒈠𒀭 (lāman), το (αγγλοσαξονικά) nama (αγγλικά: name) ὄνομα ουδέτερο (αιολικός τύπος: ὄνυμα) αιολικός τύπος: ὄνυμα δωρικός τύπος: ὄνυμα ιωνικός τύπος: οὔνομα επικός τύπος: οὔνομα Σημασιολογία: η λέξη με την οποία αποκαλείται ένας άνθρωπος ή ένας τόπος ή το επώνυμο (για ανθρώπους) το “μικρό” […]