όχληση

όχληση < καθαρεύουσα: ὄχλησις < αρχαία: ὀχλῶ < όχλος   Όχλος Έχουν περάσει ήδη μερικές μέρες από το Πάσχα και βρήκαμε πάλι τους εργασιακούς μας ρυθμούς. Μαζί με αυτούς θυμηθήκαμε και δυσάρεστα πράγματα, το άτακτο πλήθος, για παράδειγμα, που συνήθως φωνάζει, χειρονομεί, είναι ανεξέλεγκτο, τον όχλο. Ακόμη, βέβαια, αντηχούν στα αυτιά μας οι οχλοκρατικές εκδηλώσεις κάποιας άλλης μακρινής εποχής και το σταύρωσον – σταύρωσον. Ο όχλος αρχικά […]