Οργασμός

οργασμός < αρχαία ελληνική ὀργασμός < ὀργάω-ῶ ὀργάω < ὀργή ὀργή, ἡ (ὀρέγω), η φυσική προς τι ορμή, η προς τι ώθησις των αισθήσεων(βλ. ὀργάω) Σημασιολογία του οργασμός: (ιατρική) το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης φτάνω σε οργασμό (μεταφορικά) έντονη δραστηριότητα σε κάποιον τομέα Σημασιολογία του οργάω: για χωράφι που είναι καλοποτισμένο και έτοιμο για την καλλιέργεια σιτηρών για δένδρα που είναι έτοιμα να ανθίσουν για καρπούς που είναι […]

Ορμή

ορμή < αρχαία ελληνική ὁρμή Σημασιολογία: η κίνηση με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένο σημείο (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ισούται με το γινόμενο της μάζας ενός αντικειμένου επί την ταχύτητά του και συμβολίζεται διεθνώς με το λατινικό γράμμα p πρωταρχική ψυχική δύναμη που ωθεί έναν ζωντανό οργανισμό προς ενέργειες που αποσκοπούν στην επιβίωση, την αναπαραγωγή του είδους κλπ, ένστικτο κάποια φάρμακα γι’ αυτό […]

Ορμόνη

ορμόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hormone + -όνη < αρχαία ελληνική ὁρμή\ Σημασιολογία: (ιατρική), (ενδοκρινολογία) χημική ουσία που παράγεται από μια ομάδα κυττάρων ή από ένα όργανο του οργανισμού και έχει ιδιαίτερη ρυθμιστική δράση στη δραστηριότητα άλλων κυττάρων ή οργάνων του σώματος