11 Φεβρουαρίου 2018Οκνηρίαοκνηρία < ελληνιστική κοινή ὀκνηρία < ὀκνηρός οκνηρός < αρχαία ελληνική ὀκνηρός < ὄκνος (φόβος, δισταγμός)