οργασμός < αρχαία ελληνική ὀργασμός < ὀργάω-ῶ
ὀργάω < ὀργή
ὀργή, ἡ (ὀρέγω), η φυσική προς τι ορμή, η προς τι ώθησις των αισθήσεων(βλ. ὀργάω)
Σημασιολογία του οργασμός:
- (ιατρική) το αποκορύφωμα της σεξουαλικής πράξης
- φτάνω σε οργασμό
- (μεταφορικά) έντονη δραστηριότητα σε κάποιον τομέα
Σημασιολογία του οργάω:
- για χωράφι που είναι καλοποτισμένο και έτοιμο για την καλλιέργεια σιτηρών
- για δένδρα που είναι έτοιμα να ανθίσουν
- για καρπούς που είναι έτοιμοι να ωριμάσουν
- (για άνδρες) κατέχομαι από λαγνεία
- (για ζώα) βρίσκομαι στην εποχή της σεξουαλικής συνεύρεσης
- (γενικότερα) είμαι γεμάτος από ορμή και επιθυμία για κάτι
- (μεταβατικό) μαλακώνω κάτι δουλεύοντάς το