ονείρωξη < αρχαία ελληνική ὀνείρωξις < αρχαία ελληνική ὄνειρον
ὀνείρωξις < ὄνειρον
Σημασιολογία:
- η εκσπερμάτιση κατά τον ύπνο (ή η αύξηση των κολπικών εκκρίσεων για τις γυναίκες) που συχνά συνοδεύει ερωτικά όνειρα
- (μεταφορικά) επιδιώξεις και όνειρα που δεν είναι ρεαλιστικά