Ολοκλήρωση

ολοκλήρωση < ολοκληρώνω ολοκληρώνω < αρχαία ελληνική ὁλοκληρώνω < ὁλόκληρος ὁλόκληρος < ὅλος + κλῆρος Σημασιολογία του ολόκληρος: πλήρης, ακέραιος, τέλειος Σημασιολογία του ολοκλήρωση: (μαθηματικά) ο υπολογισμός του ολοκληρώματος, η διαδικασία υπολογισμού του (μεταφορικά) η εκσπερμάτιση