Καρδιά

καρδιά < μεσαιωνική ελληνική καρδιά < αρχαία ελληνική καρδία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱḗr– / *ḱr̥d– καρδία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱḗr– / *ḱr̥d– λατινικά: cordis. Σημασιολογία: μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος (μετωνυμία) το μέρος όπου αισθανόμαστε να χτυπά η καρδιά έβαλε το χέρι του στην καρδιά (μεταφορικά) το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής τον αγαπάει με όλη της […]

Κάστανο

κάστανο < ελληνιστική κοινή κάστανον ο καρπός της καστανιάς Σημασιολογία της καστανιάς: καστανιά θηλυκό (βοτανική) αιωνόβιο φυλλοβόλο δέντρο του γένους Castanea, με οδοντωτά φύλλα, που καλλιεργείται για το ξύλο του και για το καρπό, το κάστανο

Κλίση

Ετυμολογία της λέξης κλίση κλίση < ελληνιστική κοινή κλίσις < κλίνω κλίνω < αρχαία ελληνική κλίνω κλίνω < *κλίν-j-ω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *klei- Σημασιολογία της λέξης κλίση κλίση θηλυκό η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας η πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση έφεση, ροπή έχει κλίση στα μαθηματικά (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές […]

Κοινωνία

κοινωνία < αρχαία ελληνική κοινωνία < κοινωνέω / κοινωνῶ < κοινός κοινωνέω, μέλ. -ήσω, παρακ. κεκοινώνηκα (κοινωνός)· 1. έχω ή πράττω σε κοινωνία με κάποιον, έχω μερίδιο ή συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάτι άλλο, τινός τινι, σε Ξεν. 2. κ. τινός, έχω μερίδιο ή παίρνω μέρος σε κάτι, σε Τραγ., Ξεν. 3. κ. τινί, έχω σχέσεις ή συναναστρέφομαι, σε Αριστοφ., Πλάτ. 4. σπανίως […]

Κρίση

Ετυμολογία της λέξης κρίση κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις κρίσις < κρίνω Σημασιολογία της λέξης κρίση η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή το αφήνω στην κρίση σας η απότομη όξυνση ενός προβλήματος οικονομική κρίση Παράγωγες λέξεις Επίκριση = Δυσμενής κριτική εις βάρος κάποιου πρόκριση < […]

κωλυσιεργώ

κωλυσιεργώ < αοριστικό θέμα κωλυσ- του κωλύω + έργο κωλύω < αρχαία ελληνική κωλύω < εμποδίζω, αποτελώ εμπόδιο έργο < αρχαία ελληνική ἔργον ἔργον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wérǵom (ἔργον) < werǵ– (εργάζομαι, δημιουργώ)