Κοινωνία

κοινωνία < αρχαία ελληνική κοινωνία < κοινωνέω / κοινωνῶ < κοινός κοινωνέω, μέλ. -ήσω, παρακ. κεκοινώνηκα (κοινωνός)· 1. έχω ή πράττω σε κοινωνία με κάποιον, έχω μερίδιο ή συμμετέχω σε κάτι μαζί με κάτι άλλο, τινός τινι, σε Ξεν. 2. κ. τινός, έχω μερίδιο ή παίρνω μέρος σε κάτι, σε Τραγ., Ξεν. 3. κ. τινί, έχω σχέσεις ή συναναστρέφομαι, σε Αριστοφ., Πλάτ. 4. σπανίως […]