3 Μαρτίου 2018κωλυσιεργώκωλυσιεργώ < αοριστικό θέμα κωλυσ- του κωλύω + έργοκωλύω < αρχαία ελληνική κωλύω < εμποδίζω, αποτελώ εμπόδιοέργο < αρχαία ελληνική ἔργονἔργον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wérǵom (ἔργον) < werǵ– (εργάζομαι, δημιουργώ)