Κλίση

Ετυμολογία της λέξης κλίση κλίση < ελληνιστική κοινή κλίσις < κλίνω κλίνω < αρχαία ελληνική κλίνω κλίνω < *κλίν-j-ω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *klei- Σημασιολογία της λέξης κλίση κλίση θηλυκό η ιδιότητα μιας μη οριζόντιας επιφάνειας η πλαγιά είχε μεγάλη κλίση και μας δυσκόλεψε πολύ στην ανάβαση έφεση, ροπή έχει κλίση στα μαθηματικά (γραμματική) ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο σχηματίζονται οι διάφοροι τύποι ενός ονόματος, αντωνυμίας ή ρήματος (γραμματική) ομάδα ονομάτων με κοινές […]