κωλυσιεργώ

κωλυσιεργώ < αοριστικό θέμα κωλυσ- του κωλύω + έργο κωλύω < αρχαία ελληνική κωλύω < εμποδίζω, αποτελώ εμπόδιο έργο < αρχαία ελληνική ἔργον ἔργον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wérǵom (ἔργον) < werǵ– (εργάζομαι, δημιουργώ)