Καρδιά

καρδιά < μεσαιωνική ελληνική καρδιά < αρχαία ελληνική καρδία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱḗr– / *ḱr̥d– καρδία < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ḱḗr– / *ḱr̥d– λατινικά: cordis. Σημασιολογία: μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος (μετωνυμία) το μέρος όπου αισθανόμαστε να χτυπά η καρδιά έβαλε το χέρι του στην καρδιά (μεταφορικά) το μέρος που θεωρείται η πηγή των αισθημάτων, των παθών, της ηθικής τον αγαπάει με όλη της […]

Κάστανο

κάστανο < ελληνιστική κοινή κάστανον ο καρπός της καστανιάς Σημασιολογία της καστανιάς: καστανιά θηλυκό (βοτανική) αιωνόβιο φυλλοβόλο δέντρο του γένους Castanea, με οδοντωτά φύλλα, που καλλιεργείται για το ξύλο του και για το καρπό, το κάστανο