Δέηση

δέηση < μεσαιωνική ελληνική δέησις < αρχαία ελληνική δέησις < δέω/δέομαι(έχω ανάγκη,χρειάζομαι) Σημασιολογία του δέω: (ενεργητική ενεστώτα μόνο στο γ’ πρόσωπο) → δείτε τη λέξη: δει → δείτε τη λέξη: πρέπει μπορώ να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό → δείτε τη λέξη: εδέησα καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας (στο γ’ πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε […]

Δημιουργία

δημιουργία < αρχαία ελληνική δημιουργία δημιουργώ < αρχαία ελληνική δημιουργέω / δημιουργῶ < δημιουργός < δῆμος + ἔργον δημιουργός < αρχαία ελληνική δημιουργός < δημιοεργός < δῆμος + ἔργον ἔργον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wérǵom (ἔργον) < werǵ– (εργάζομαι, δημιουργώ) Σημασιολογία του δήμος: γη, χώρα μία από τις υποδιαιρέσεις της αρχαίας Αττικής που εισήχθησαν με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ο λαός, οι απλοί άνθρωποι (σπάνιο) αυτός που δεν κατάγεται από αριστοκρατικό γένος η δημοκρατική μερίδα σε μια αρχαία ελληνική πόλη η συνέλευση των πολιτών ως κυρίαρχο πολιτικό σώμα ἔδοξε τῇ […]

Διαδρομή

διαδρομή < αρχαία ελληνική διαδρομή διαδρομή < διαδραμεῖν Σημασιολογία: η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο (αστρονομία) η τροχιά το σύνολο των χώρων που περνάει κάποιος πηγαίνοντας από ένα σημείο σε ένα άλλο (συνεκδοχικά) ο χρόνος που χρειάζεται για να πάει κάποιος από ένα σημείο σε άλλο

διαίσθηση

διαίσθηση < ελληνιστική κοινή διαίσθησις < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < διά + αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική intuition) διαισθάνομαι < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < διά + αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ)  

Διαπόμπευση

διαπόμπευση < διαπομπεύω + -ση διαπομπεύω < ελληνιστική κοινή διαπομπεύω Σημασιολογία: το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός κάποιου δημόσια (λόγιο) χλευάζω, ρεζιλεύω κι εξευτελίζω δημόσια κάποιον  

διασκέδαση

διασκέδαση < ελληνιστική κοινή διασκέδασις (1. μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική divertissement) διασκεδάζω < ελληνιστική κοινή διασκεδάζω < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι (από τον αόριστο διεσκέδασα) < διά + σκεδάννυμι < ινδοευρωπαϊκή *sqhed– (1-4: μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική dissiper) σκεδάννυμι < σκεδάσ- (<ἐσκέδασα=αόριστος του σκίδνημι) + ενεστωτικό επίθημα -νυ- + -μι < ινδοευρωπαϊκή *sqhed–   Σημασιολογία του διασκέδαση: η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω (σπάνιο) (λόγιο) διασκόρπιση, διάλυση Σημασιολογία του διασκεδάζω: (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χαμογελάσει ή να γελάσει ή να νιώσει ευχάριστα με διασκεδάζουν τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας (μεταβατικό) ψυχαγωγώ κάποιον ο οικοδεσπότης κάλεσε έναν γελωτοποιό να διασκεδάσει τους καλεσμένους του (αμετάβατο) χαμογελώ ή γελώ ή νιώθω ευχάριστα με κάτι που γίνεται […]

Διαταραχή

διαταραχή < ελληνιστική κοινή διαταραχή (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική trouble / αγγλική disorder) Σημασιολογία: η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαταράσσω    

Δίκη

δίκη < αρχαία ελληνική δίκη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *deyḱ– δικαιοσύνη < αρχαία ελληνική δικαιοσύνη < δίκαιος < δίκη Σημασιολογία: δικαστική διαδικασία, εκδίκαση

δυσήνιος

δυσήνιος < αρχαία ελληνική δυσήνιος (δυσ- + ηνίο) ηνίο < αρχαία ελληνική ἡνία (μόνο πληθυντικός) Σημασιολογία: ανυπότακτος

Δύσκολος

δύσκολος < αρχαία ελληνική δύσκολος < δυσ- + κόλον το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου Σημασιολογία:   που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια, δεξιότητες ή μόχθο για την επίτευξή του που δεν γίνεται εύκολα κατανοητός που δεν παρουσιάζει κάποιο πλεονέκτημα αλλά δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια και δυσχέρειες που δεν είναι κατάλληλος, που είναι απρόσφορος […]