13 Μαρτίου 2018Διαπόμπευσηδιαπόμπευση < διαπομπεύω + -σηδιαπομπεύω < ελληνιστική κοινή διαπομπεύωΣημασιολογία:το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός κάποιου δημόσια(λόγιο) χλευάζω, ρεζιλεύω κι εξευτελίζω δημόσια κάποιον