Δημιουργία

δημιουργία < αρχαία ελληνική δημιουργία δημιουργώ < αρχαία ελληνική δημιουργέω / δημιουργῶ < δημιουργός < δῆμος + ἔργον δημιουργός < αρχαία ελληνική δημιουργός < δημιοεργός < δῆμος + ἔργον ἔργον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *wérǵom (ἔργον) < werǵ– (εργάζομαι, δημιουργώ) Σημασιολογία του δήμος: γη, χώρα μία από τις υποδιαιρέσεις της αρχαίας Αττικής που εισήχθησαν με τη μεταρρύθμιση του Κλεισθένη ο λαός, οι απλοί άνθρωποι (σπάνιο) αυτός που δεν κατάγεται από αριστοκρατικό γένος η δημοκρατική μερίδα σε μια αρχαία ελληνική πόλη η συνέλευση των πολιτών ως κυρίαρχο πολιτικό σώμα ἔδοξε τῇ […]