Διαδρομή

διαδρομή < αρχαία ελληνική διαδρομή διαδρομή < διαδραμεῖν Σημασιολογία: η μετάβαση από το ένα μέρος στο άλλο (αστρονομία) η τροχιά το σύνολο των χώρων που περνάει κάποιος πηγαίνοντας από ένα σημείο σε ένα άλλο (συνεκδοχικά) ο χρόνος που χρειάζεται για να πάει κάποιος από ένα σημείο σε άλλο

διαίσθηση

διαίσθηση < ελληνιστική κοινή διαίσθησις < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < διά + αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική intuition) διαισθάνομαι < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < διά + αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ) αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₂ewisd– < *h₂ew– (βλέπω, παρατηρώ)  

Διαπόμπευση

διαπόμπευση < διαπομπεύω + -ση διαπομπεύω < ελληνιστική κοινή διαπομπεύω Σημασιολογία: το ρεζίλεμα, ο εξευτελισμός κάποιου δημόσια (λόγιο) χλευάζω, ρεζιλεύω κι εξευτελίζω δημόσια κάποιον  

διασκέδαση

διασκέδαση < ελληνιστική κοινή διασκέδασις (1. μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική divertissement) διασκεδάζω < ελληνιστική κοινή διασκεδάζω < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι (από τον αόριστο διεσκέδασα) < διά + σκεδάννυμι < ινδοευρωπαϊκή *sqhed– (1-4: μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική dissiper) σκεδάννυμι < σκεδάσ- (<ἐσκέδασα=αόριστος του σκίδνημι) + ενεστωτικό επίθημα -νυ- + -μι < ινδοευρωπαϊκή *sqhed–   Σημασιολογία του διασκέδαση: η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω (σπάνιο) (λόγιο) διασκόρπιση, διάλυση Σημασιολογία του διασκεδάζω: (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χαμογελάσει ή να γελάσει ή να νιώσει ευχάριστα με διασκεδάζουν τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας (μεταβατικό) ψυχαγωγώ κάποιον ο οικοδεσπότης κάλεσε έναν γελωτοποιό να διασκεδάσει τους καλεσμένους του (αμετάβατο) χαμογελώ ή γελώ ή νιώθω ευχάριστα με κάτι που γίνεται […]

Διαταραχή

διαταραχή < ελληνιστική κοινή διαταραχή (σημασιολογικό δάνειο από γαλλική trouble / αγγλική disorder) Σημασιολογία: η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαταράσσω    

Δίκη

δίκη < αρχαία ελληνική δίκη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *deyḱ– δικαιοσύνη < αρχαία ελληνική δικαιοσύνη < δίκαιος < δίκη Σημασιολογία: δικαστική διαδικασία, εκδίκαση