Δίκη

δίκη < αρχαία ελληνική δίκη < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *deyḱ– δικαιοσύνη < αρχαία ελληνική δικαιοσύνη < δίκαιος < δίκη Σημασιολογία: δικαστική διαδικασία, εκδίκαση