Μαγειρική

μαγειρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγειρικός μαγειρικός < μάγειρος μάγειρος < αρχαία ελληνική μάσσω μάσσω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *mag- Σημασιολογία του μαγειρική: η τέχνη του να μαγειρεύει κανείς φαγητά τάδε μαγειρική: διαφορετική “σχολή” και τεχνικές μαγειρέματος, ιταλική ~, γαλλική ~, ιαπωνική ~, σιγκαπουριανή ~ Σημασιολογία του μάσσω: ζυμώνω, δουλεύω κάτι με το χέρι. ψηλαφώ ζυμώνω με τα χέρια μου σφουγγίζω

Μάλα

μάλα, συγκριτικός μᾶλλον, υπερθετικός μάλιστα μᾶλλον < συγκριτικός βαθμός του μάλα Μᾶλλον, λίαν, πάνυ, πλέον. ἐκ τῆς μή ἀπαγορεύσεως καί τοῦ ἄλλον γίνεται (μή-αλλον) καί μᾶλλον. μᾶλλον τό (μα) μακρόν.

Μάλιστα

μάλιστα < αρχαία ελληνική μάλιστα, υπερθετικός βαθμός του επιρρήματος μάλα Σημασιολογία: ναι (σε ένδειξη σεβασμού προς το συνομιλητή) όταν ήμουν μικρός, μου έλεγαν ότι στους μεγαλύτερους δεν πρέπει να απαντάω με το “ναι” αλλά με το “μάλιστα“ μονολεκτικό σχόλιο που δηλώνει ότι ο ομιλητής κατανόησε αυτό που μόλις άκουσε και ανάλογα με τον τόνο της φωνής συνδηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή […]

Μάχη

Ετυμολογία της λέξης μάχη μάχη < αρχαία ελληνική μάχη Σημασιολογία της λέξης μάχη μάχη θηλυκό (πληθυντικός μάχες) σύγκρουση μεταξύ δύο στρατευμάτων σε συγκεκριμένο χώρο και χρονική στιγμή Η μάχη του Μαραθώνα έγινε το 490 π.Χ. σύνολο πολεμικών γεγονότων που διαδραματίστηκαν σε συγκεκριμένο χώρο μέσα στο ιστορικό πλαίσιο ενός ευρύτερου πολέμου. Η μάχη της Κρήτης κατά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο (κατ’ επέκταση) βίαιη σύγκρουση, ένοπλη ή μη, […]

μελαγχολία

μελαγχολία < αρχαία ελληνική μελαγχολία < μελάγχολος < μέλας + χολή μέλας < αρχαία ελληνική μέλας μέλας, μέλαινα, μέλαν (λόγιο) μαύρος χολή < αρχαία ελληνική χολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰelh₃– (ανθίζω, πράσινος) – πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι

Μέλλον

Ετυμολογία της λέξης μέλλον μέλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων, μέλλουσα, μέλλον του ρήματος μέλλω μέλλω < αρχαία ελληνική μέλλω Σημασιολογία της λέξης μέλλον Αυτό που έχει σκοπό να συμβεί

μεμψιμοιρώ

μεμψιμοιρώ < μεμψίμοιρος μεμψίμοιρος < αρχαία ελληνική μεμψίμοιρος μεμψίμοιρος < μέμφομαι + μοῖρα μέμφομαι < αρχαία ελληνική (μέμφομαι) μοῖρα < μείρομαι μείρομαι παίρνω μερίδιο, συμμετέχω

μέντορας

Ετυμολογία της λέξης μέντορας Μέντορας < μέντορας < αρχαία ελληνική Μέντωρ Σημασιολογία της λέξης μέντορας Ο σύμβουλος, ο σοφός, ο ειδήμων σε κάποιο γνωστικό αντικείμενο. Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μέντορας (Μέντωρ) ήταν γνωστά δύο πρόσωπα: Ο Μέντωρ ήταν ένα πρόσωπο της Οδύσσειας στο οποίο ο Οδυσσέας εμπιστεύθηκε «τα του οίκου του» όταν έφευγε […]

μεταλαμπαδεύω

μεταλαμπαδεύω < παράγωγο του μεταλαμπάδευση Σημασιολογία: μετάδοση αξιών, γνώσης, ιδέας, -ών, παράδοσης, πολιτισμού, βαθύτερου νοήματος, αντίληψης, οπτικής, πάθους, δυναμικής, δεξιότητας, τεχνικής, πολιτικής-φιλοσοφικής-θεολογικής-αθεϊστικής θεώρησης, αφορά ιδέες και γνώση-γνώσεις

μέτοικος

Ετυμολογία του μέτοικος μέτοικος < αρχαία ελληνική μέτοικος < μετά + οἶκος Σημασιολογία του μέτοικος ο κάτοικος της Αρχαίας Αθήνας που καταγόταν από άλλη πόλη και δεν είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα μεταφορικά ο μετανάστης