μελαγχολία

μελαγχολία < αρχαία ελληνική μελαγχολία < μελάγχολος < μέλας + χολή μέλας < αρχαία ελληνική μέλας μέλας, μέλαινα, μέλαν (λόγιο) μαύρος χολή < αρχαία ελληνική χολή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰelh₃– (ανθίζω, πράσινος) – πικρό και πρασινωπό παχύρρευστο υγρό που εκκρίνεται από το συκώτι

Μέλλον

Ετυμολογία της λέξης μέλλον μέλλον < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο της μετοχής μέλλων, μέλλουσα, μέλλον του ρήματος μέλλω μέλλω < αρχαία ελληνική μέλλω Σημασιολογία της λέξης μέλλον Αυτό που έχει σκοπό να συμβεί

μεμψιμοιρώ

μεμψιμοιρώ < μεμψίμοιρος μεμψίμοιρος < αρχαία ελληνική μεμψίμοιρος μεμψίμοιρος < μέμφομαι + μοῖρα μέμφομαι < αρχαία ελληνική (μέμφομαι) μοῖρα < μείρομαι μείρομαι παίρνω μερίδιο, συμμετέχω

μέντορας

Ετυμολογία της λέξης μέντορας Μέντορας < μέντορας < αρχαία ελληνική Μέντωρ Σημασιολογία της λέξης μέντορας Ο σύμβουλος, ο σοφός, ο ειδήμων σε κάποιο γνωστικό αντικείμενο. Στην ελληνική μυθολογία με το όνομα Μέντορας (Μέντωρ) ήταν γνωστά δύο πρόσωπα: Ο Μέντωρ ήταν ένα πρόσωπο της Οδύσσειας στο οποίο ο Οδυσσέας εμπιστεύθηκε «τα του οίκου του» όταν έφευγε […]

μεταλαμπαδεύω

μεταλαμπαδεύω < παράγωγο του μεταλαμπάδευση Σημασιολογία: μετάδοση αξιών, γνώσης, ιδέας, -ών, παράδοσης, πολιτισμού, βαθύτερου νοήματος, αντίληψης, οπτικής, πάθους, δυναμικής, δεξιότητας, τεχνικής, πολιτικής-φιλοσοφικής-θεολογικής-αθεϊστικής θεώρησης, αφορά ιδέες και γνώση-γνώσεις

μέτοικος

Ετυμολογία του μέτοικος μέτοικος < αρχαία ελληνική μέτοικος < μετά + οἶκος Σημασιολογία του μέτοικος ο κάτοικος της Αρχαίας Αθήνας που καταγόταν από άλλη πόλη και δεν είχε πλήρη πολιτικά δικαιώματα μεταφορικά ο μετανάστης