εγείρω < αρχαία ελληνική ἐγείρω < ινδοευρωπαϊκή *h₁ger- (σηκώνω, ωθώ) σηκώνω κάποιον από το κρεβάτι, τον ξυπνώ ανασταίνω ανεγείρω οικοδόμημα, χτίζω ξεκινώ κάτι, κινητοποιώ, θέτω σε κίνηση
Εγκεφαλικός
εγκεφαλικός < εγκέφαλος + -ικός εγκέφαλος < αρχαία ελληνική ἐγκέφαλος < ἐν + κεφαλή < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *ǵʰebʰ-l- Σημασιολογία: εγκεφαλικός, -ή, -ό που αναφέρεται ή ανήκει στον εγκέφαλο των ζωντανών οργανισμών εγκεφαλική λειτουργία (για ανθρώπους) που χαρακτηρίζεται από την απόλυτη κυριαρχία του λογικού σε βάρος του συναισθήματος
Εγκυκλοπαίδεια
Ελληνογενής ξένος όρος που επανεισήχθη στην Ελληνική το 1710 ως μεταφορά τού γαλλικού encyclopédie. Τον όρο έπλασαν οι Γάλλοι διαφωτιστές από το λατινικό encyclopaedia, που προέρχεται από το μεταγενέστερο ἐγκυκλοπαιδεία. Η λέξη σχηματίστηκε με συγχώνευση της αρχαίας φράσης ἐγκύκλιος παιδεία, με την οποία οι αρχαίοι αναφέρονταν στον κύκλο των βασικών γνώσεων που έπρεπε να αποκτήσει […]
εγωισμός
εγωισμός < εγώ + επίθημα -ισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική égoïsme < λατινική ego < αρχαία ελληνική ἐγώ ἐγώ < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *éǵh- φιλαυτία < αρχαία ελληνική φιλαυτία < φίλαυτος < φίλος + ἑαυτοῦ Σημασιολογία: υπερβολική αγάπη του ατόμου προς τον εαυτό του με ταυτόχρονη τάση να υποβάλει το συμφέρον των άλλων στο δικό […]
Εδώδιμος
Σημασιολογία της λέξης εδώδιμος αυτός ο οποίος τρώγεται Ετυμολογία της λέξης εδώδιμος εδώδιμος < αρχαία ελληνική ἐδώδιμος < ἐδωδή < ἔδω ἐδωδή < ἔδω (εδωδή: τροφή, φαγητό) ἔδω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁ed-. Συγγενές με σανσκριτικά अत्ति (átti), λατινικά edo, παλαιοαρμενικά ուտեմ (utem), χεττιτική γλώσσα 𒂊𒀉𒈪 (e-id-mi), αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ꙗсти (jasti), αγγλοσαξονικά) etan/αγγλικά eat […]
εθισμός
εθισμός < εθίζω < έθος έθος < αρχαία ελληνική ἔθος ἔθος < ἔθω (συνηθίζω) ἔθω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *swe-dʰh₁ < *swe- (εαυτός) + *dʰeh₁- (θέτω) αρχαία αλληνική λέξη ἐθισμός Σημασιολογία: το να αποκτάς μια συνήθεια. (πολιτική), (ιατρική), (φαρμακευτική) (προπαγάνδα): η προοδευτική απώλεια αντιδραστικής συμπεριφοράς ως αποτέλεσμα συνεχούς επαναλαμβανόμενης διέγερσης. καταναγκαστική συνήθεια που επηρεάζει τη συμπεριφορά και τον ψυχισμό και είναι δύσκολο να διακοπεί Ο μακροχρόνιος εθισμός στη νικοτίνη προκαλεί βλάβες στον οργανισμό
Ειδήμων
Ετυμολογία της λέξης ειδήμων ειδήμων < ελληνιστική κοινή εἰδήμων < αρχαία ελληνική εἴδομαι / οἶδα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd– (βλέπω, γνωρίζω) οἶδα < Ϝοιδ- κατά ετεροίωση από το θέμα Ϝειδ- του ρήματος εἴδω εἴδω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd– (βλέπω, γνωρίζω) Σημασιολογία της λέξης ειδήμων που έχει εξειδικευτεί σε έναν τομέα και έχει άριστη γνώση του αντικειμένου του
Είδηση
είδηση οίδα είδω
Ειδύλλιο
Ετυμολογία της λέξης ειδύλλιο ειδύλλιο < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον (για το λογοτεχνικό είδος)· για νεότερες σημασίες: (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική idylle (< λατινική īdyllium < ελληνιστική κοινή εἰδύλλιον). Δείτε και εἶδος Σημασιολογία της λέξης ειδύλλιο ειδύλλιο ουδέτερο (φιλολογία) ποίημα ή λογοτεχνικό έργο με ερωτικό κυρίως περιεχόμενο και χαρακτήρα παρόμοιο με το αρχαίο ” εἰδύλλιον “ ρομαντική […]
Έκθεση
έκθεση < αρχαία ελληνική ἔκθεσις Σημασιολογία: η δημόσια παρουσίαση προϊόντων ή έργων τέχνης σε ειδικό χώρο έκθεση ζωγραφικής σε γκαλερί ο τόπος όπου γίνεται αυτή η παρουσίαση έκθεση επίπλων (κατάστημα) μεγάλη διοργάνωση παρουσίασης προϊόντων και τεχνολογιών με πανεθνικό ή διεθνή χαρακτήρα Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης γραπτή (συνήθως) αναφορά γεγονότων, ιδεών, κρίσεων έκθεση πραγματογνωμοσύνης η ετήσια έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος για την κατάσταση της οικονομίας σχολικό κείμενο που συντάσσεται […]