Ίαση

Ετυμολογία της λέξης ίαση ίαση < αρχαία ελληνική ἴασις < ἰάομαι / ἰῶμαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *ḫeu̯is Παράγωγα της λέξης ιατρός, ιατρική, ιατρικός, ιατός, ανίατος

ιθύνων

Ετυμολογία της λέξης ιθύνων ιθύνων < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἰθύνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἰθύνω ιθύνω = καθοδηγώ. βάζω σε μια ευθεία γραμμή Σημασιολογία της λέξης ιθύνων που κατευθύνει, που καθοδηγεί, που είναι αρχηγός ή επικεφαλής Όπως και ιθύνων νους

Ισορροπία

ισορροπία < αρχαία ελληνική ἰσορροπία < ἰσόρροπος < ἴσος + ῥέπω ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία: γέρνω προς τα κάτω, κατεβαίνω, πίπτω βλεμμάτων ῥέπει βολή (: χαμηκώνει το βλέμμα, για ντροπαλό κορίτσι) ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων (: ο ύπνος που κλείνει τα βλέφαρα) κλίνω προς τη μία πλευρά, ρέπω, τείνω, συμπαθώ, υποστηρίζω εὖ ῥέπει θεός (ο θεός τον ευνοεί, τον πριμοδοτεί, τείνει προς το μέρος του) ῥέπων πρὸς τὴν ἡδονήν – ῥέπων πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν είμαι αμφίρροπος, ασταθής ὅ τι πολλᾷ ῥέποι ( :που αλλάζει διαρκώς) συντελώ, καταλήγω, υπερισχύω, επικρατώ μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν (η γνώμη […]

ιταμός

ιταμός < αρχαία ελληνική ἰταμός < εἶμι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁ey- ίτης + αμός = ορμητικός εἶμι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁ey– (εἶμι, πηγαίνω). Συγγενικά: μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀂𐀍𐀳 (i-jo-te), λατινικά eo, σανσκριτικά एति (éti), χεττιτική γλώσσα 𒄿𒄿𒀀𒋫𒋫 (iyatta), αρχαία περσική γλώσσα 𐎠𐎡𐎫𐎡𐎹 (aitiy), αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ити (iti) Σημασιολογία: που δείχνει προκλητική αναίδεια και περιφρόνηση για άλλες απόψεις.