Ισορροπία

ισορροπία < αρχαία ελληνική ἰσορροπία < ἰσόρροπος < ἴσος + ῥέπω ῥέπω < ρίζα Fρεπ-, ομόρριζο των ῥάβδος, ῥάμνος, ῥαπίς Σημασιολογία: γέρνω προς τα κάτω, κατεβαίνω, πίπτω βλεμμάτων ῥέπει βολή (: χαμηκώνει το βλέμμα, για ντροπαλό κορίτσι) ὕπνος ἐπὶ γλεφάροις ῥέπων (: ο ύπνος που κλείνει τα βλέφαρα) κλίνω προς τη μία πλευρά, ρέπω, τείνω, συμπαθώ, υποστηρίζω εὖ ῥέπει θεός (ο θεός τον ευνοεί, τον πριμοδοτεί, τείνει προς το μέρος του) ῥέπων πρὸς τὴν ἡδονήν – ῥέπων πρὸς τὴν ὀλιγαρχίαν είμαι αμφίρροπος, ασταθής ὅ τι πολλᾷ ῥέποι ( :που αλλάζει διαρκώς) συντελώ, καταλήγω, υπερισχύω, επικρατώ μοι σκοπουμένῳ ἔρρεψε δεῖν (η γνώμη […]