ιταμός

ιταμός < αρχαία ελληνική ἰταμός < εἶμι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁ey- ίτης + αμός = ορμητικός εἶμι < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *h₁ey– (εἶμι, πηγαίνω). Συγγενικά: μυκηναϊκή διάλεκτος 𐀂𐀍𐀳 (i-jo-te), λατινικά eo, σανσκριτικά एति (éti), χεττιτική γλώσσα 𒄿𒄿𒀀𒋫𒋫 (iyatta), αρχαία περσική γλώσσα 𐎠𐎡𐎫𐎡𐎹 (aitiy), αρχαία εκκλησιαστική σλαβονική γλώσσα ити (iti) Σημασιολογία: που δείχνει προκλητική αναίδεια και περιφρόνηση για άλλες απόψεις.