ιθύνων

Ετυμολογία της λέξης ιθύνων ιθύνων < (λόγιο) αρχαία ελληνική ἰθύνων, μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ἰθύνω ιθύνω = καθοδηγώ. βάζω σε μια ευθεία γραμμή Σημασιολογία της λέξης ιθύνων που κατευθύνει, που καθοδηγεί, που είναι αρχηγός ή επικεφαλής Όπως και ιθύνων νους