βαπτίζω

Ετυμολογία της λέξης βαπτίζω βαπτίζω < αρχαία ελληνική βαπτίζω βαπτίζω < βάπτω βάπτω < αρχαία ελληνική βάπτω   (άλλη μορφή του βάφω) βάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷabʰ– Σημασιολογία της λέξης βαπτίζω βυθίζω σε νερό Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο) Σημασιολογία του ρήματος βάπτω βουλιάζω, βυθίζω βάφω γεμίζω την κούπα με κρασί βυθίζοντάς την σε δοχείο που έχει κρασί

Βιβλίο

βιβλίο < αρχαία ελληνική βιβλίον, υποκοριστικό της λέξης βίβλος < βύβλος < Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil) βίβλος < αρχαία ελληνική βίβλος βίβλος < βύβλος < Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) και το αραβικό جبيل (λιβανοαραβικό Jbeil) Σημασιολογία του βίβλος: Για τα θρησκευτικά έγγραφα, δείτε Βίβλος το βιβλίο της Βίβλου Γιαγιά, έχεις μια Βίβλο να βρω κάτι για το μάθημα των Θρησκευτικών; Κάθε συλλογή επισήμων εγγράφων η […]

Βίβλος

Ετυμολογία της λέξης βίβλος Η αγγλική λέξη «Bible» προέρχεται από τη λατινική «biblia», απόδοση της λέξης «βιβλία» ή, προγενέστερα, «βυβλία», η οποία είναι υποκοριστικό της «βίβλου» ή «βύβλου». βίβλος < αρχαία ελληνική βίβλος βίβλος < βύβλος < Βύβλος (πόλη της Φοινίκης, από όπου εισαγόταν κατεργασμένος πάπυρος) < χαναανικό G-B-L (Gubla), συγγενές με το εβραϊκό גבל (Gebal) […]

Βοήθεια

Ετυμολογία βοήθεια < αρχαία ελληνική βοήθεια βοήθεια < βοηθ- (βοηθέω) + -εια < βοή + θέω (τρέχω στην βοή της μάχης για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου) βοή < αρχαία ελληνική βοή θέω < θεϝ– < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰew-: τρέχω, ρέω) Σημασιολογία βοήθεια θηλυκό η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου δίνω τη βοήθειά μου σπεύδω προς βοήθεια καλώ σε βοήθεια (συνεκδοχικά) ό,τι προσφέρεται με την παραπάνω ενέργεια η βοήθειά τους ήταν σημαντική (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που προσφέρει την παραπάνω ενέργεια οι φίλοι είναι βοήθεια στις […]

Βούληση

Ετυμολογία της λέξης βούληση βούληση < βούλησις < αρχαία ελληνική βούλησις < βούλομαι βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι βουλή < αρχαία ελληνική βουλή (=θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή) Σημασιολογία της λέξης βούληση βούληση θηλυκό η επιθυμία προς επιδίωξη κάποιου σκοπού η ελεύθερη βούληση η λαϊκή βούληση

Βούτυρο

βούτυρο < ελληνιστική κοινή βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός βοῦς < βώυς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷōus τυρός < αρχαία ελληνική τυρός Σημασιολογία: λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση

Βυζαντινός

βυζαντινός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική byzantin + -ινός < υστερολατινική Byzantinus < αρχαία ελληνική Βυζάντιον < Βύζας < θρακική Σημασιολογία του Βυζαντίου: Το Βυζάντιο, ή Βυζαντίς, ήταν αρχαία ελληνική αποικία που ιδρύθηκε στο μυχό του Κεράτιου κόλπου και των στενών του Βοσπόρου, στην περιοχή όπου βρίσκεται σήμερα η Κωνσταντινούπολη. Η ονομασία της πόλης παραπέμπει […]

βωμολοχία

βωμολοχία < αρχαία ελληνική βωμολοχία[1] < βωμός + -λοχία (-ολοχία) (καβγάς, αψιμαχία, τσακωμός) βωμός < αρχαία ελληνική βωμός < βαίνω βαίνω < πρωτοελληνική *gʷəňňō < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷm̥yéti < *gʷem– + *-yéti. Συγγενές με το (λατινικά) venio. Ο Δήμος Βρυξελλών αποφάσισε να τιμωρεί με πρόστιμο όσους βρίζουν στο δρόμο. Δεν θα μπω στην ουσία της […]