Βοήθεια

Ετυμολογία βοήθεια < αρχαία ελληνική βοήθεια βοήθεια < βοηθ- (βοηθέω) + -εια < βοή + θέω (τρέχω στην βοή της μάχης για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου) βοή < αρχαία ελληνική βοή θέω < θεϝ– < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *dʰew-: τρέχω, ρέω) Σημασιολογία βοήθεια θηλυκό η ενέργεια που στοχεύει στην υποστήριξη, στην ενίσχυση, στην προστασία ή στην ανακούφιση κάποιου δίνω τη βοήθειά μου σπεύδω προς βοήθεια καλώ σε βοήθεια (συνεκδοχικά) ό,τι προσφέρεται με την παραπάνω ενέργεια η βοήθειά τους ήταν σημαντική (συνεκδοχικά) το πρόσωπο που προσφέρει την παραπάνω ενέργεια οι φίλοι είναι βοήθεια στις […]

Βούληση

Ετυμολογία της λέξης βούληση βούληση < βούλησις < αρχαία ελληνική βούλησις < βούλομαι βούλομαι < ρίζα βολ-, όπως και βουλή, ομηρ. βόλομαι βουλή < αρχαία ελληνική βουλή (=θέληση, απόφαση, γνώμη, συμβουλή) Σημασιολογία της λέξης βούληση βούληση θηλυκό η επιθυμία προς επιδίωξη κάποιου σκοπού η ελεύθερη βούληση η λαϊκή βούληση

Βούτυρο

βούτυρο < ελληνιστική κοινή βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός βοῦς < βώυς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷōus τυρός < αρχαία ελληνική τυρός Σημασιολογία: λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση