Ετυμολογία της λέξης βαπτίζω
βαπτίζω < αρχαία ελληνική βαπτίζω
βαπτίζω < βάπτω
βάπτω < αρχαία ελληνική βάπτω (άλλη μορφή του βάφω)
βάπτω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷabʰ–
Σημασιολογία της λέξης βαπτίζω
- βυθίζω σε νερό
- Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασμένον κομβολόγιον, εἰπὼν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ πίνῃ τὸ ὕδωρ. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Το χριστόψωμο)