βούτυρο < ελληνιστική κοινή βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός
βοῦς < βώυς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷōus
τυρός < αρχαία ελληνική τυρός
Σημασιολογία:
- λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση