Βούτυρο

βούτυρο < ελληνιστική κοινή βούτυρον / βούτυρος < βοῦς + τυρός

βοῦς < βώυς < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *gʷōus

τυρός < αρχαία ελληνική τυρός

Σημασιολογία:

  1. λιπαρό τρόφιμο με υπόλευκο ή κίτρινο χρώμα που γίνεται από το γάλα ή ορισμένα φυτά κι έχει μαγειρική ζαχαροπλαστική χρήση

Σχετικά Ομάδα Consciousness.gr

Διαδρομές αυτογνωσίας και αυτοπραγμάτωσης
Διαβάστε όλα τα άρθρα από Ομάδα Consciousness.gr