Μυαλό

μυαλό < μεσαιωνική ελληνική μυαλόν < μυαλός < ελληνιστική κοινή μυαλός < αρχαία ελληνική μυελός Σημασιολογία του μυαλό: μυαλό ουδέτερο η φαιά ουσία μέσα στο κρανίο ανθρώπων και ζώων το νοητικό και ψυχοπνευματικό κέντρο των ζώντων οργανισμών το αποτέλεσμα της εγκεφαλικής λειτουργίας, ένας εγκέφαλος σε λειτουργία, η νοητική και βιωματική (εκ των έσω) απόδοση του […]

μυθοπλασία

μυθοπλασία < από το μυθοπλάστης < μῦθος + πλάστης μῦθος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *mēwdʰ- (ή προελληνική )