μοιρολάτρης

μοιρολάτρης < μοίρα + λάτρης λάτρης < αρχαία ελληνική λάτρις < λάτρον < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *leh₁y (παρέχω, κατέχω) μοίρα < αρχαία ελληνική μοῖρα μοῖρα < μείρομαι

Μοιρολόι

μοιρολόι < μεσαιωνική ελληνική μοιρολόι / μοιρολόγι / μοιρολόγιον < μοιρολογώ< ελληνιστική κοινή μοιρολογέω / μοιρολογῶ < αρχαία ελληνική μοῖρα + λέγω Ετυμολογία του μοίρα: μοῖρα < μείρομαι < μείρομαι < ινδοευρωπαϊκή *(s)mer– (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω) Σημασιολογία του μοίρα:  μοῖρα θηλυκό ( ιωνικός τύπος γενικής: μοίρης, δωρικός τύπος μόρα για το τμήμα στρατού) μέρος, μερίδιο γης χώρης ὀλίγην ἔτι μοῖραν ἔχοντες καὶ κρατερός περ ἐὼν μενέτω τριτάτῃ ἐνὶ μοίρῃ. : κι ας μείνει πανίσχυρος στο δικό του τρίτο < στο ένα τρίτο του κλήρου που του δόθηκε> η μεριά μου, η πολιτική μου άποψη, η πολιτική μερίδα τὸν […]

Μουσική

μουσική < μούσα μούσα < αρχαία ελληνική Μοῦσα / μοῦσα μούσα θηλυκό (μυθολογία) κάθε μια από τις εννέα Μούσες, κόρες του Δία και της Μνημοσύνης, προστάτιδες των τεχνών (μεταφορικά) (κατ’ επέκταση) πρόσωπο που αποτελεί πηγή της έμπνευσης για έναν δημιουργό Υπώνυμα Καλλιόπη (επική ποίηση) Κλειώ (ιστορία) Ερατώ (λυρική ποίηση) Ευτέρπη (μουσική) Μελπομένη (τραγωδία) Πολύμνια (ιερή […]

μοχθηρός

μοχθηρός < αρχαία ελληνική μοχθηρός μοχθηρός < μοχθέω < μόχθος (κόπος, ταλαιπωρία, επίπονη εργασία) Σημασιολογία: κακοπαθημένος, άθλιος, ελεεινός που μοχθεί (επίπονος, κοπιώδης, κουραστικός) άσχημος κακός, πανούργος

Μπρούμυτα

μπρούμυτα < μεσαιωνική ελληνική μπρόμυτα < πρόμυτα < πρό + μύτη πρόμυτα < μεσαιωνική ελληνική πρόμυτα μύτη < μεσαιωνική ελληνική μύτη < αρχαία ελληνική μύτις (καθαρεύουσα) μπρούμυτα   με την μπροστινή πλευρά του σώματος και το πρόσωπο στραμμένα προς τα κάτω, με τη μύτη να κοιτάζει προς το έδαφος Κατά τήν λειτουργίαν, ἤπλωνα χαμαί το χράμι, ἐπί τοῦ ὁποίου ἔπιπτεν ἡ ἀσθενής πρόμυτα, διά να περάσουν τα ἅγια ἀπό ἐπάνω της. (Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου)

Μυαλό

μυαλό < μεσαιωνική ελληνική μυαλόν < μυαλός < ελληνιστική κοινή μυαλός < αρχαία ελληνική μυελός Σημασιολογία του μυαλό: μυαλό ουδέτερο η φαιά ουσία μέσα στο κρανίο ανθρώπων και ζώων το νοητικό και ψυχοπνευματικό κέντρο των ζώντων οργανισμών το αποτέλεσμα της εγκεφαλικής λειτουργίας, ένας εγκέφαλος σε λειτουργία, η νοητική και βιωματική (εκ των έσω) απόδοση του […]

μυθοπλασία

μυθοπλασία < από το μυθοπλάστης < μῦθος + πλάστης μῦθος < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *mēwdʰ- (ή προελληνική )