μαγειρική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου μαγειρικός
μαγειρικός < μάγειρος
μάγειρος < αρχαία ελληνική μάσσω
- μάσσω < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *mag-
Σημασιολογία του μαγειρική:
- η τέχνη του να μαγειρεύει κανείς φαγητά
- τάδε μαγειρική: διαφορετική “σχολή” και τεχνικές μαγειρέματος, ιταλική ~, γαλλική ~, ιαπωνική ~, σιγκαπουριανή ~
Σημασιολογία του μάσσω:
ζυμώνω, δουλεύω κάτι με το χέρι.