διασκέδαση < ελληνιστική κοινή διασκέδασις (1. μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική divertissement)
διασκεδάζω < ελληνιστική κοινή διασκεδάζω < αρχαία ελληνική διασκεδάννυμι (από τον αόριστο διεσκέδασα) < διά + σκεδάννυμι < ινδοευρωπαϊκή *sqhed– (1-4: μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική dissiper)
σκεδάννυμι < σκεδάσ- (<ἐσκέδασα=αόριστος του σκίδνημι) + ενεστωτικό επίθημα -νυ- + -μι < ινδοευρωπαϊκή *sqhed–
Σημασιολογία του διασκέδαση:
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διασκεδάζω
- (σπάνιο) (λόγιο) διασκόρπιση, διάλυση
Σημασιολογία του διασκεδάζω:
- (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χαμογελάσει ή να γελάσει ή να νιώσει ευχάριστα
- με διασκεδάζουν τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας
- (μεταβατικό) ψυχαγωγώ κάποιον
- ο οικοδεσπότης κάλεσε έναν γελωτοποιό να διασκεδάσει τους καλεσμένους του
- (αμετάβατο) χαμογελώ ή γελώ ή νιώθω ευχάριστα με κάτι που γίνεται
- διασκεδάζω με τα έξυπνα καμώματα του φίλου μας
- (αμετάβατο) ψυχαγωγούμαι
- σήμερα θα βγούμε έξω να διασκεδάσουμε
- (σπάνιο) (λόγιο) διασκορπίζω
- πρέπει να κάνουμε κάτι για να διασκεδάσουμε τις υποψίες του