δέηση < μεσαιωνική ελληνική δέησις < αρχαία ελληνική δέησις < δέω/δέομαι(έχω ανάγκη,χρειάζομαι)
Σημασιολογία του δέω:
- (ενεργητική ενεστώτα μόνο στο γ’ πρόσωπο) → δείτε τη λέξη: δει
- → δείτε τη λέξη: πρέπει
- μπορώ να κάνω κάτι που το ήθελα από καιρό → δείτε τη λέξη: εδέησα
- καταδέχομαι να ασχοληθώ με κάτι
- επιτέλους, πότε θα δεήσει ο κύριος διευθυντής να ασχοληθεί με το ζήτημά μας
- (στο γ’ πρόσωπο, απροσώπως) για κάτι που επιτέλους έγινε
- εδέησε να βρέξει