- δύσκολος < αρχαία ελληνική δύσκολος < δυσ- + κόλον
- το τελικό τμήμα του παχέος εντέρου
Σημασιολογία:
- που δεν αντιμετωπίζεται εύκολα
- που απαιτεί ιδιαίτερη προσπάθεια, δεξιότητες ή μόχθο για την επίτευξή του
- που δεν γίνεται εύκολα κατανοητός
- που δεν παρουσιάζει κάποιο πλεονέκτημα αλλά δημιουργεί πρόσθετα εμπόδια και δυσχέρειες
- που δεν είναι κατάλληλος, που είναι απρόσφορος για κάποιον/κάτι
- που είναι γεμάτος προβλήματα και δυσχέρειες
- που δεν μπορεί να θεραπευθεί εύκολα
- για προβληματικές ενέργειες ή καταστάσεις
- που προξενεί προβλήματα, που δεν μπορεί να αντιμετωπίσει κανείς εύκολα τον ιδιότροπο χαρακτήρα του
- που δεν μπορεί εύκολα να ικανοποιηθεί με κάτι, που είναι πολύ λεπτόλογος σε κάθε επιλογή του