Ετυμολογία της λέξης κρίση
- κρίση < αρχαία ελληνική κρίσις
- κρίσις < κρίνω
Σημασιολογία της λέξης κρίση
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κρίνω, η νοητική ενέργεια που οδηγεί σε μια απόφαση ή επιλογή
- το αφήνω στην κρίση σας
- η απότομη όξυνση ενός προβλήματος
- οικονομική κρίση
Παράγωγες λέξεις
Επίκριση = Δυσμενής κριτική εις βάρος κάποιου
πρόκριση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή πρόκρισις (προτίμηση) = το αποτέλεσμα μιας διαδικασίας που υπάρχει επιλογή
έγκριση < (διαχρονικό) ελληνιστική κοινή ἔγκρι(σις) + -ση < ἐγκρίνω. Μορφολογικά αναλύεται σε έγ- + κρίση = η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εγκρίνω· η επίσημη ή ανεπίσημη, προφορική ή γραπτή, αποδοχή και συμφωνία ενός αρμόδιου (ατόμου, υπηρεσίας, αρχής) για τις μελλοντικές ενέργειες κάποιου που βρίσκεται υπό τη δικαιοδοσία του
έκκριση < (διαχρονικό) αρχαία ελληνική ἔκκρι(σις) + -ση < ἐκκρίνω < ἐκ + κρίνω
κατάκριση < μεσαιωνική ελληνική κατάκρισις (παρόμοια σημασία) < ελληνιστική κοινή κατάκρισις < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατά + κρίνω
διάκριση
- διάκριση < αρχαία ελληνική διάκρισις < διακρίνω
- διακρίνω < αρχαία ελληνική διακρίνω < διά + κρίνω
- ο διαχωρισμός των εννοιών, ατόμων, αντικειμένων κ.λπ που προκύπτει από την κατανόηση των διαφορών μεταξύ τους
- είναι δύσκολη η διάκριση μεταξύ έρωτα και αγάπης
- ο διαχωρισμός των αρμοδιοτήτων
- διάκριση των εξουσιών
- η διαφορετική μεταχείριση των ανθρώπων που προκύπτει από προκαταλήψεις ή συμφέροντα
- πρέπει να βάλουμε τέλος στις διακρίσεις εις βάρος των μειονοτήτων
- έμπρακτη αναγνώριση της προσφοράς κάποιου
- το βραβείο Νόμπελ είναι η ανώτατη διάκριση για έναν επιστήμονα
- η εξουσία που έχει κάποιος να χειρίζεται όπως θέλει μια κατάσταση
- το αφήνω στη διάκρισή σας