όνειρο < αρχαία ελληνική ὄνειρος
Σημασιολογία:
- διαδοχή παραστάσεων, συναισθημάτων και αισθημάτων που εμφανίζονται στο νου κατά τη διάρκεια του ύπνου
- μία σημαντική για κάποιον επιδίωξη
- το όνειρό μου είναι να κάνω κάποτε το γύρο του κόσμου
- στόχος απραγματοποίητος. άπιαστος, δημιούργημα της φαντασίας, πλάνη
- σταμάτα τα όνειρα και κοίτα να προσγειωθείς στην πραγματικότητα
- χαρακτηρισμός για κάτι πολύ ωραίο
- το ταξίδι στη Βενετία ήταν όνειρο