Ορμή

ορμή < αρχαία ελληνική ὁρμή Σημασιολογία: η κίνηση με μεγάλη ταχύτητα προς συγκεκριμένο σημείο (φυσική) διανυσματικό φυσικό μέγεθος το οποίο ισούται με το γινόμενο της μάζας ενός αντικειμένου επί την ταχύτητά του και συμβολίζεται διεθνώς με το λατινικό γράμμα p πρωταρχική ψυχική δύναμη που ωθεί έναν ζωντανό οργανισμό προς ενέργειες που αποσκοπούν στην επιβίωση, την αναπαραγωγή του είδους κλπ, ένστικτο κάποια φάρμακα γι’ αυτό […]

Ορμόνη

ορμόνη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hormone + -όνη < αρχαία ελληνική ὁρμή\ Σημασιολογία: (ιατρική), (ενδοκρινολογία) χημική ουσία που παράγεται από μια ομάδα κυττάρων ή από ένα όργανο του οργανισμού και έχει ιδιαίτερη ρυθμιστική δράση στη δραστηριότητα άλλων κυττάρων ή οργάνων του σώματος

Ούζο

ούζο < τουρκική üzüm (σταφύλι) (Υπάρχει και η άποψη: < ιταλικά uso (Massalia): για εμπορική χρήση στη Μασσαλία. Ο γλωσσολόγος Κώστας Καραποτόσογλου (Ἐτυμολογικὲς παρατηρήσεις, Graeco–Arabica 3 (1984) 229-257) προτείνει: < μεσαιωνική ελληνική οὖζος =ὀπός, χυμός < τουρκική öz =ὀπός, χυμός) οὖζος < τουρκική öz ὀπός < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *sokʷos (χυμός) Σημασιολογία: είδος παραδοσιακού αλκοολούχου ποτού της Τουρκίας και της Ελλάδας με μεγάλη περιεκτικότητα σε αλκοόλ  

ουτοπία

ουτοπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: νεολατινική utopia < αρχαία ελληνική οὐ + τόπος (από το έργο του Thomas More Utopia) τόπος < αρχαία ελληνική τόπος (< ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *top– (κείμαι) ή *tekʷ-)

όχληση

όχληση < καθαρεύουσα: ὄχλησις < αρχαία: ὀχλῶ < όχλος   Όχλος Έχουν περάσει ήδη μερικές μέρες από το Πάσχα και βρήκαμε πάλι τους εργασιακούς μας ρυθμούς. Μαζί με αυτούς θυμηθήκαμε και δυσάρεστα πράγματα, το άτακτο πλήθος, για παράδειγμα, που συνήθως φωνάζει, χειρονομεί, είναι ανεξέλεγκτο, τον όχλο. Ακόμη, βέβαια, αντηχούν στα αυτιά μας οι οχλοκρατικές εκδηλώσεις κάποιας άλλης μακρινής εποχής και το σταύρωσον – σταύρωσον. Ο όχλος αρχικά […]