Ετυμολογία:
ὡραῖος < ὥρα
ὥρα < ινδοευρωπαϊκή *yōr-ā < *yēr– / *yeh₁r– (έτος, εποχή)
Σημασιολογία:
ὡραῖος, -α, -ον (παραθετικά, μεταξύ άλλων και το ανώμαλο ὡραιέστατος)
- που παράγεται την κατάλληλη εποχή (π.χ. για καρπούς)
- που είναι ώριμος και κατάλληλος για κατανάλωση (φρούτα αλλά και ζώα και ψάρια)
- που συμβαίνει τον αναμενόμενο χρόνο, τον κατάλληλο χρόνο, όταν είναι ώριμος, έτοιμος (για κάτι)
- γάμου ὡραῖαι – θάνατος ὡραῖος (στην ώρα του, για ηλικιωμένο)
- που βρίσκεται στο άνθος της ηλικίας του
- ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι, μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά: γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος: ἡ δὲ γυνὴ τέτορ᾽ ἡβώοι, πέμπτῳ δὲ γαμοῖτο. (:να παίρνει κάποιος γυναίκα στο σπίτι στην ακμή του, ούτε να του μένουν πολλά χρόνια μέχρι τα τριάντα ούτε να τα έχει περάσει πολύ, αυτή είναι η κατάλληλη ηλικία για γάμο. Η δε γυναίκα να έχει τέσσερα χρόνια που μπήκε στην εφηβεία και να παντρεύεται τον πέμπτο)
- όμορφος (με σαφή έως και αποκλειστική ίσως την έννοια του όμορφου η λέξη φαίνεται να αρχίζει να χρησιμοποιείται από τα χριστιανικά χρόνια και μετά γιατί στις αρχές της ελληνιστικής εποχής δεν ήταν ακόμα συνώνυμο της ομορφιάς)
- ἄνευ κάλλους ὡραῖοι (Αριστοτέλης, Ρητ.)
- το ὡραῖον (ως ουσιαστικοπουμένο επίθετο): η κατάλληλη εποχή
- ὅτε ὡραῖον εἴη (:όταν το επέτρεπε ο καιρός, η εποχή, όταν ήταν η κατάλληλη εποχή)
- ο πληθ. του ουδετέρου τα ὡραῖα (ως ουσιαστικοποιημένο επίθετο): τα φρούτα εποχής αλλά και η πρώτη περίοδος των κοριτσιών
- ἡ ὡραία (ως ουσιαστικοπουμένο επίθετο) : η εποχή της συγκομιδής, συγκεκριμένα οι 20 μέρες πριν και μετά την ανατολή του Σείριου ή του Μεγάλου Κυνός (τότε πιθανόν στα μέσα Ιουνίου)
- μίμνει ἐς ὡραίην (: μέχρι τη συγκομιδή)
- (ουσιαστικοπουμένο επίθετο) ἡ ὡραία : η περίοδος, ίσως η περίοδος του καλοκαιριού συγκεκριμένα
- ‘… ἀκούω Λακεδαιμονίους τότε καὶ πάντας τοὺς ἄλλους, τέτταρας μῆνας ἢ πέντε, τὴν ὡραίαν αὐτήν, ἐμβαλόντας ἂν καὶ κακώσαντας τὴν χώραν… (: πληροφορούμαι ότι οι Λακεδαιμόνιοι όπως και όλοι οι άλλοι, εισέβαλαν και κατέστρεφαν τη χώρα κατά τους τέσσερεις ή πέντε μήνες της (καλοκαιρινής) περιόδου …)
- τὴν μὲν ὡραίην οὐκ ὕει (: δεν βρέχει την εποχή αυτή <ίσως καλοκαίρι ή άνοιξη>)